- αμαίευτος
- -η, -ο (Μ ἀμαίευτος, -ον) [μαιεύομαι]νεοελλ.αυτός που δεν εκμαιεύθηκε, δεν αποσπάστηκε με έντεχνη προσπάθειαμσν.1. (για τοκετούς) αυτός που δεν χρειάστηκε την επέμβαση μαίας2. (για γυναίκες) αυτή που ακόμη δεν χρειάστηκε μαμμή, που δεν γέννησε, κόρη παρθένα.
Dictionary of Greek. 2013.